- ἐμμενετικός
- ἐμ-μενετικός, ή, όν, bleibend in, beharrend bei etwas
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εμμενετικός — ἐμμενετικός, ή, όν και ἐμμενητικός, ή, όν (Α) αυτός που μένει σταθερός σε κάτι … Dictionary of Greek
εκστατικός — ή, ό (AM ἐκστατικός, ή, όν) μσν. νεοελλ. αυτός που βρίσκεται σε έκσταση, σε θαυμασμό, σε θάμβος, ο κατάπληκτος μσν. αυτός που γίνεται με έκσταση αρχ. 1. αυτός που έχει την τάση να απομακρύνεται από κάτι, ο άστατος (αντίθ. εμμενετικός) 2. αυτός… … Dictionary of Greek